- πολυπίδακος
- -ον, Απολυπῖδαξ*.[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + -πιδαξ (< πῖδαξ, -ακος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πολυπίδακος — πολυπί̱δακος , πολυπίδακος masc/fem nom sg πολυπί̱δακος , πολυπῖδαξ with many springs masc/fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυπίδακον — πολυπί̱δακον , πολυπίδακος masc/fem acc sg πολυπί̱δακον , πολυπίδακος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πους — Όρος που δηλώνει τη μετρική μονάδα των ελληνικών και λατινικών στίχων. Διακρίνουμε στους π. μία άρση (ισχυρή συλλαβή, συνήθως μακρά, στην οποία πέφτει ο ρυθμικός τόνος) και μία θέση (ασθενή συλλαβή). Η βραχεία συλλαβή (υ) υπολογιζόταν ως μετρική… … Dictionary of Greek
πολυπιδάκου — πολυπῑδάκου , πολυπίδακος masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυπίδακα — πολυπί̱δακα , πολυπίδακος neut nom/voc/acc pl πολυπί̱δακα , πολυπῖδαξ with many springs masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)